- θυρετρικός
- θυρετρ-ικός, ή, όν,A belonging to a door-frame,
πῆγμα BCH1.82
([place name] Chios).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πῆγμα BCH1.82
([place name] Chios).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυρετρικός — θυρετρικός, ή, όν (Α) [θύρετρον] αυτός που ανήκει σε θύρετρον* … Dictionary of Greek